«Και είπεν ο Θεός: Γενηθήτω Φως! Και εγένετο Φως»
Αποτελεί κοινή πεποίθηση σε πολλούς λαούς ότι, κατά το θάνατο, ο προσκυνητής «βλέπει» ένα λευκό φως να τον περιμένει και να τον «καλεί» κοντά του. Είναι σχεδόν σίγουρο πως διάφοροι εσωτεριστές που θα άκουγαν αυτή τη διήγηση θα μιλούσαν για πλάνες και απάτες του αστρικού, ακόμη και για δεισιδαιμονία των ανθρώπων, για μάγια ...
Είναι βέβαιο πως το φως που βλέπει η ψυχή είναι το αστρικό φως, μια από τις ιδιότητες του υλικού πεδίου που δεν έχει εγκαταλείψει. Την ελκύει διότι και η ίδια έχει αστρική φύση σε ένα μέρος της αλλά πίσω από όλα ...την ελκύει ένα φως διαφορετικό από το αστρικό, ένα Φως Λευκό που την εισαγάγει σε ένα άλλο πεδίο ύπαρξης. Πάντοτε σε κάθε πεδίο από το οποίο διέρχεται (ή στο οποίο πολώνεται, καλύτερα) θα την ελκύει ένα φως που κάθε φορά θα νομίζει ότι είναι το φως το αληθινό των χριστιανών αλλά κάθε φορά θα διαπιστώνει ότι δεν είναι εκείνο με το οποίο έχει απολύτως την ίδια ουσία. Θα φτάσει κάποια στιγμή σε αυτό που πάντοτε προσδοκούσε, θα χαρεί αλλά και πάλι θα δει να απλώνονται μπροστά της νέοι δρόμοι και ένα νέο φως θα κάνει την εμφάνισή του.
...Τα πάντα πάνω σε αυτή τη γη αλλά και σε άλλες γαίες είναι εκδηλώσεις του φωτός. Ιδιότητα της ύλης είναι να συσκοτίζει και να αποκρύπτει αυτό το λευκό φως που κανονικά υπάρχει μέσα σε οτιδήποτε, από ένα άτομο και μόριο της ύλης έως τις πολύ πυκνές δομές των νοημόνων και μη οργανισμών. Όταν φτάσει όμως η στιγμή να λάμψει, τότε τίποτα δεν συσκοτίζει τη λάμψη αυτή και ο άνθρωπος «ου μη περιπατεί εν τη σκοτία αλλ΄εξει το φως της ζωης».